-
1 συμπερασμα
-
2 συμπέρασμα
συμπέρασμαfinishing: neut nom /voc /acc sg -
3 συμπέρασμα
τό1) вывод; заключение;βγάζω συμπέρασμα — а) делать вывод; — б) делать умозаключение;
καταλήγω στο συμπέρασμα — приходить к выводу, заключению;
2) лог. умозаключение, вывод, силлогизма -
4 συμπέρασμα
[симпэраэма] ουσ.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπέρασμα
-
5 συμπέρασμα
[симпэраэма] ουσ o. заключение, вывод, предположение. -
6 συμπέρασμα
A finishing, end, Ocell.1.3, Hierocl. in CA 20p.463M., Eust.73.27, etc.; τοῦ ἐνιαυτοῦ, τῶν ἑορτῶν, Ph.2.298, 278; of a letter, Jul.Ep. 183.II in Logic, conclusion in a syllogism, Arist.APr. 30a5, 42a5 sq., Top. 155b23, al., Stoic.2.78, Gal.15.550,633.III Math., conclusion of a proposition, Procl. in Euc. p.75 F., al., Hero *Deff.136.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπέρασμα
-
7 συμπέρασμα
συμ-πέρασμα, τό, Vollendung, Beendigung, Beschluß; bes. in der Logik, Schlußfolge -
8 συμπέρασμα
заклучокГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > συμπέρασμα
-
9 συμπέρασμα
conclusion -
10 συμπέρασμα
1) konkluzja (f) rzecz.2) wniosek (m) rzecz.3) zakończenie (n) rzecz. -
11 συμπέρασμα
1) ukončení2) úsudek3) závěr -
12 συμπέρασμα
conclusionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπέρασμα
-
13 συμπερασμάτων
συμπέρασμαfinishing: neut gen pl -
14 συμπεράσμασι
συμπέρασμαfinishing: neut dat pl -
15 συμπεράσμασιν
συμπέρασμαfinishing: neut dat pl -
16 συμπεράσματα
συμπέρασμαfinishing: neut nom /voc /acc pl -
17 συμπεράσματι
συμπέρασμαfinishing: neut dat sg -
18 συμπεράσματος
συμπέρασμαfinishing: neut gen sg -
19 úsudek
συμπέρασμα -
20 konkluzja
συμπέρασμα
См. также в других словарях:
συμπέρασμα — finishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπέρασμα — το, ΝΜΑ [συμπεραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπεραίνω, η κατά αναγκαίο τρόπο συναγόμενη από δύο προκείμενες προτάσεις κρίση (α. «το συμπέρασμα συνάγεται εύκολα» β. «τὸν αὐτὸν τρόπον δειχθήσεται διὰ τῆς ἀντιστροφῆς, ὅτι τὸ συμπέρασμα… … Dictionary of Greek
συμπέρασμα — το κρίση που συνάγεται λογικά από άλλες: Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατή η θεραπεία αυτής της αρρώστιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπερασμάτων — συμπέρασμα finishing neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσμασι — συμπέρασμα finishing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσμασιν — συμπέρασμα finishing neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματα — συμπέρασμα finishing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματι — συμπέρασμα finishing neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεράσματος — συμπέρασμα finishing neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek